Με χέρια σφουγγάρια

φωτογραφία – Ρούλα Παπαζήση

 

Είναι στιγμές

που τη μοναξιά τους ζηλεύω

κι ας ξέρω καλά πως αυτή την ώρα

οι ίδιες μόνες δεν αισθάνονται

ανάμεσα σε τόσα σκεύη και ποτήρια.

Άλλοτε με φροντίδα μπόλικη

 κι άλλοτε με μανία αρκετή

λίπη και λεκέδες

προσπαθούν να βγάλουν

μαζί μ’ εκείνα

τα οικιακά

που γράφει η ταυτότητα.

Κι αν από φόβο μη συνηθίσω

την πλάτη τους να βλέπω,

έμαθα από μικρός

το πιάτο μου με ψωμί

καλά να σκουπίζω

κι όσο μπορώ

κουζίνες με παράθυρο

στο φωταγωγό

να αποφεύγω.

Ατυχής παρομοίωση

Κι αν η ερωμένη μου ζητά καμιά φορά
ένα ποίημα να της αφιερώσω
πώς να κάνω κάτι τέτοιο όταν
κάθε ποίημα ως γυναίκα άλλη το λογίζω;

Μες στο πλήθος ψάχνω στην αρχή

όχι για την ομορφότερη

μα για ένα χαρακτηριστικό της

μικρό ή κι ασήμαντο

που την προσοχή θα μου τραβήξει.

Μια ελιά πάνω απ’ τα χείλη

-στίχος ανομοιοκατάληκτος-

ένα ανεπαίσθητο ψεύδισμα

-σαν ρηχό χαϊκού-

ή μια ανεπιτήδευτα πεσμένη τιράντα

-χάρισμά σας ο τίτλος!

Πλησιάζω άμεσα, αποφασιστικά

κι ας γνωρίζω πως μπροστά της τα λόγια μου θα χάσω

-κάθε αρχή ποιήματος δύσκολη.

Ένα νεύμα, μια ανταπόκριση,

έστω ένα τυχαίο άγγιγμα

θα βάλει τα πράγματα σ’ ένα δρόμο.

Επαναλαμβανόμενες έξοδοι

για ποτό, για κουβέντα, για υπερανάλυση

-πόσα ακόμα γράψε-σβήσε;-

πριν τη στιγμή που στο κρεβάτι θα τη γδύσω

και τη στύση μου συντονίσω

με την κορύφωσή της

-ε, σουρεαλισμέ, σταμάτα να μας παίρνεις μάτι.

Υπήρξε μια εποχή

 

 

 

 

 

 

υπήρχε κάποτε μια εποχή

που ήμασταν κύριοι με το κάπα κεφαλαίο

που δεν μας ένοιαζε τίποτα

κι ας μας ζητούσαν όλοι τα ρέστα

πρώτοι πέρναγαν οι γιακάδες

όλο παράπονα πως τους αφήναμε ασιδέρωτους

πως καθόλου όμορφοι δεν ένιωθαν χωρίς γραβάτες

ξεχυθήκαμε σε ανατολίτικα παζάρια και στους καλύτερους οίκους μόδας

να βρούμε γραβάτες ταιριαστές και καθωσπρέπει

μα σταθήκαμε άτυχοι

όλου του κόσμου οι γραβάτες ανήκαν

σε πέντε δανδήδες που ανταγωνίζονταν

ποιος έχει τη μεγαλύτερη συλλογή

ύστερα ήρθαν τα μανικετόκουμπα

χρυσοποίκιλτα και εκθαμβωτικά τόσο

που την όρασή μας χάσαμε

απ’ το ένα μάτι ευτυχώς

κύκλωπες πια τριγυρνάμε

μες στις σπηλιές μας

έπειτα πέρασαν οι τσέπες

τρύπιες και ξεσκισμένες

όλη την ώρα γκρίνιαζαν

πως τις αφήναμε να κρυώνουν

πως είναι στερημένες από χάδια

πως βαρέθηκαν κέρματα και εισιτήρια

λες και δεν γνώριζαν ότι

έχουμε μονάχα δυο χέρια κι ότι

είναι συνεχώς απασχολημένα

με δουλειές με χρήματα

με πέη και με στήθη

τελευταία κατέφτασαν τα φουλάρια

αραχνοΰφαντα και πλουμιστά

στο βλέμμα τους μπορούσε κανείς να διακρίνει

τη ζήλια για τα ζεστά κι ολόμαλλα κασκόλ

τότε εμείς για να τα παρηγορήσουμε

καλέσαμε συνέλευση όπου

πήραμε ομόφωνα την απόφαση

να τα προτιμήσουμε

για τη στιγμή που έρχεται

και θα κρεμαστούμε

 

* ο τίτλος, ο πρώτος στίχος και η απουσία στίξης επηρεάστηκαν
από το ποίημα «Η εποχή του σιδήρου» του Γιώργου Καλοζώη.