Υπήρξε μια εποχή

 

 

 

 

 

 

υπήρχε κάποτε μια εποχή

που ήμασταν κύριοι με το κάπα κεφαλαίο

που δεν μας ένοιαζε τίποτα

κι ας μας ζητούσαν όλοι τα ρέστα

πρώτοι πέρναγαν οι γιακάδες

όλο παράπονα πως τους αφήναμε ασιδέρωτους

πως καθόλου όμορφοι δεν ένιωθαν χωρίς γραβάτες

ξεχυθήκαμε σε ανατολίτικα παζάρια και στους καλύτερους οίκους μόδας

να βρούμε γραβάτες ταιριαστές και καθωσπρέπει

μα σταθήκαμε άτυχοι

όλου του κόσμου οι γραβάτες ανήκαν

σε πέντε δανδήδες που ανταγωνίζονταν

ποιος έχει τη μεγαλύτερη συλλογή

ύστερα ήρθαν τα μανικετόκουμπα

χρυσοποίκιλτα και εκθαμβωτικά τόσο

που την όρασή μας χάσαμε

απ’ το ένα μάτι ευτυχώς

κύκλωπες πια τριγυρνάμε

μες στις σπηλιές μας

έπειτα πέρασαν οι τσέπες

τρύπιες και ξεσκισμένες

όλη την ώρα γκρίνιαζαν

πως τις αφήναμε να κρυώνουν

πως είναι στερημένες από χάδια

πως βαρέθηκαν κέρματα και εισιτήρια

λες και δεν γνώριζαν ότι

έχουμε μονάχα δυο χέρια κι ότι

είναι συνεχώς απασχολημένα

με δουλειές με χρήματα

με πέη και με στήθη

τελευταία κατέφτασαν τα φουλάρια

αραχνοΰφαντα και πλουμιστά

στο βλέμμα τους μπορούσε κανείς να διακρίνει

τη ζήλια για τα ζεστά κι ολόμαλλα κασκόλ

τότε εμείς για να τα παρηγορήσουμε

καλέσαμε συνέλευση όπου

πήραμε ομόφωνα την απόφαση

να τα προτιμήσουμε

για τη στιγμή που έρχεται

και θα κρεμαστούμε

 

* ο τίτλος, ο πρώτος στίχος και η απουσία στίξης επηρεάστηκαν
από το ποίημα «Η εποχή του σιδήρου» του Γιώργου Καλοζώη.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Όσο το κράτος είναι υποχρεωμένο να σκοτώνει, σημαίνει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι.


Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν από τη θέση της παράδοσης, θα μπορούσαν ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα πράγματα από τους άλλους, τους προοδευτικούς τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούν απέναντι σε μια πρόοδο που αλέθει τα πάντα.


Από τη μια μεριά η μεταφυσική του χρήματος – από την άλλη η σάρκα του ροδάκινου.

Από τη μια μεριά ένα στρατσόχαρτο, μια υπογραφή, μια φούσκα – από την άλλη το χώμα, το νερό, ο ιδρώτας.

Από τη μια μεριά το επιχειρείν – από την άλλη ένας ψαράς κι η βάρκα του.

Από τη μια μεριά το νεκρό χρυσάφι – από την άλλη το ψωμί και το αλάτι.

Από τη μια μεριά ο υποθηκευμένος ουρανός, ένα παγκόσμιο μαύρο τίποτα – από την άλλη σύμπας ο κάτω κήπος.

Από τη μια μεριά ο τσιφλικάς, ο τραπεζίτης, τα στελέχη – από την άλλη ο Σάκκο, ο Βαντσέτι, ο Αντύπας.

Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος.


Τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

φεύγουν οι φίλοι ένας-ένας, τους παίρνει το ασανσέρ

η χλόη γίνεται άχυρο κι η νιότη μνήμη χλόης

τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

μπουζούκι και μπετόν αρμέ – κάτω απ’ αυτή την μπότα μεγαλώσαμε

όμως θέλω να ξέρεις

δεν κλαίω δεν τραγουδάω δεν ελπίζω τίποτα

μόνο αποχαιρετάω τούτο το χρυσάφι που κυλάει χωρίς επιστροφή

απ’ τις δικές μας φλέβες στα ξένα χρηματοκιβώτια


Μια θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα

το δικό μας θαύμα.

Κι ας μην αγιάσαμε ποτέ.


ΑΘΗΝΑ 1936-2013

Σχεδόν ογδόντα χρόνια – είναι πολλά

αυτά που μας χωρίζουν.

Με γέννησε το Μεταξουργείο

με άρπαξε από της Κατοχής τα δόντια η Κεφαλλονιά

και με φανάτισε.

Σου γράφω τώρα

από το κάποτε πολύδροσο Χαλάντρι

εγώ

ο πρώτος σου πακιστανός

ο αόρατος άνθρωπος

συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό

νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ’ ουρανού

αιώνιοι ευνοούμενοι της ήττας

χαμένοι όλοι από χέρι στην επόμενη στροφή

ω πόλη

κατάσαρκα σε φόρεσα πριν σε προδώσω

σβήνοντας προς τα πίσω ένα-ένα

όλα μου τα βήματα στις στάχτες σου

ένοχος ενώπιον εμού του ιδίου

ότι επέζησα των ονείρων μου…


Διότι πατρίδα είναι η αρχή και το τέλος ενός δρόμου· αυτό που θέλεις να ξαναβρίσκεις πάντα επιστρέφοντας. Διότι πατρίδα είναι μια ιταλογραμμένη σελίδα του Διονυσίου Σολωμού ή μια άφαντη ταβέρνα στη Σκιάθο. Διότι πατρίδα είναι το Μισολόγγι της ψυχής σου. Η πατρίδα του Μπάιρον, η πατρίδα του Ντοστογιέφσκι, η πατρίδα του Τόμας Μαν – η πατρίδα των ανέστιων: Εκεί όπου μπορείς να γυρίζεις στον τάφο σου σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου*. Διότι πατρίδα είναι αυτό που πάντα ξαναβρίσκεις ή αποχαιρετάς.

*Παραλλαγμένος στίχος από ποίημα του Νίκου Φωκά.


Κείμενα και στίχοι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (γεν. το 1936) – ποιητή, μεταφραστή, εκδότη και δοκιμιογράφου.

 

 

Oh blabla – Oh thatha

Κάτω απ’ τα πόδια σας υπάρχουν άλλα πόδια

που οδηγούν με πατερίτσες.

Είναι άσπρες, μπλε και τραγουδούν:

«Oh blabla».

Φρέσκα ψάρια ανδρείκελα

ζέχνουν στην αποξηραμένη λίστα.

Ψώνια που γυαλίζουνε στα μάτια.

Τέλος τα ονόματα.

Προσδεθείτε!

Θα περάσουμε λίμνες, ποτάμια.

Θα δούμε δάφνες και ελιές, νέες, κοινωνικές.

Θα μιλάνε κιόλας.

Θα πηδάνε, θα γεννούν αυγά

και θα τραγουδούν:

«Oh thatha».

Χρυσός αιώνας εκ περιτροπής.

Μη βγείτε απ’ το ντουλάπι.

Ο χρόνος θέλει πράσινα λιβάδια.

Θέλει κι άλλα δάνεια, τελείες, ρίζες.

Εμπρός μαρς!

Ένα σφυρί κι ένα δρεπάνι.

Ανεξάρτητα.

Ισχυρή σχέση λαϊκή.

Ζητάμε την κατανόησή σας.

Οι ταχύτητες είναι υψηλές.

Τα βαγόνια είναι στον αέρα.

Μην κοιτάτε κάτω.

Ζαλιστήκατε;

Τραγουδήστε, να ξεχαστείτε:

«Oh blabla, oh thatha».

Ζαλίζεστε ακόμη;

Μην ανησυχείτε.

Είμαστε εγγυητές

της άτοκης λύσης.

Έχουμε κάτι που θα βοηθήσει

στην περίπτωσή σας

και θα σας ανεβάσει ψηλά.

Χάπι που τρέμη

για hardcore εραστές.

24 Ιανουαρίου 2015
Αθήνα, Χολαργός

Έλενα Νικολακοπούλου