Χόρχε Λουίς Μπόρχες

  • Στην αρχή, φυσικά, υπήρξα μόνο αναγνώστης. Ωστόσο πιστεύω πως η ευτυχία ενός αναγνώστη υπερβαίνει την ευτυχία του συγγραφέα, γιατί ένας αναγνώστης δεν χρειάζεται να σκοτίζεται, ούτε να αγχώνεται: επιδιώκει απλώς την ευτυχία. Και η ευτυχία, όταν είσαι αναγνώστης, είναι συχνή.
  • Για παράδειγμα, ξεκίνησα, όπως κάνουν οι περισσότεροι νέοι, πιστεύοντας ότι ο ελεύθερος στίχος είναι πιο εύκολος από τις έμμετρες μορφές στίχου. Σήμερα είμαι εντελώς βέβαιος ότι ο ελεύθερος στίχος είναι πολύ πιο δύσκολος από τις έμμετρες και κλασικές μορφές. Η απόδειξη -αν χρειάζεται τέτοια- είναι ότι η λογοτεχνία ξεκινάει με τον έμμετρο στίχο.
  • Βέβαια προσπαθούσα να γράψω με ύφος περισπούδαστο. Τώρα θεωρώ πως το να γράφει κανείς με περισπούδαστο τρόπο είναι λάθος. Το θεωρώ λάθος γιατί αποτελεί ένδειξη κενότητας, και ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται αυτό. Αν ο αναγνώστης βρίσκει ότι έχεις ηθικό έλλειμμα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να σε θαυμάζει ή να σε ανέχεται.
  • Έπειτα έκανα ένα πολύ κοινό λάθος: έκανα το παν για να είμαι -πάνω απ’ όλα- μοντέρνος. Δεν χρειάζεται να αγωνιζόμαστε για να είμαστε μοντέρνοι, δεν είναι ζήτημα περιεχομένου ή ύφους. Διότι είμαστε μοντέρνοι.
  • Με έχουν ρωτήσει γιατί δεν έχω επιχειρήσει ποτέ να γράψω μυθιστόρημα. Η τεμπελιά, φυσικά, είναι η πρώτη εξήγηση. Αλλά υπάρχει άλλη μία. Δεν έχω ποτέ διαβάσει μυθιστόρημα χωρίς να νιώθω μια κάποια βαριεστημάρα. Τα μυθιστορήματα περιέχουν σάλτσα.
  • Όταν ήμουν νέος, πίστευα στην έκφραση. Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα (και ας ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό. Άλλωστε, τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε εσείς πρέπει να έχετε κάποια εμπειρία εκείνου το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη δεν σημαίνει τίποτα για εσάς. Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι σε εγρήγορση, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος.
  • Αν έπρεπε να δώσω συμβουλές σε συγγραφείς, θα τους έλεγα απλώς αυτό: όσο μπορούν να μην το παρακάνουν με την επιθυμία τους για τελειότητα. Δεν νομίζω ότι το να σκαλίζουν τη δουλειά τους κάνει καλό. Έρχεται η στιγμή που ανακαλύπτει κανείς εκείνο που μπορεί να κάνει, τη φυσική του φωνή, τον ρυθμό του. Μετά από αυτό δεν πιστεύω πως οι μικρές διορθώσεις θα είναι χρήσιμες. Όταν γράφω, δεν σκέφτομαι τον αναγνώστη, ούτε τον εαυτό μου. Σκέφτομαι αυτό που προσπαθώ να αποδώσω και κάνω ό,τι μπορώ για να μην το καταστρέψω.
Διάσπαρτα επιλεκτικά αποσπάσματα από την Τέχνη του στίχου
(μτφρ. Μαρία Τόμπρου), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Όσο το κράτος είναι υποχρεωμένο να σκοτώνει, σημαίνει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι.


Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν από τη θέση της παράδοσης, θα μπορούσαν ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα πράγματα από τους άλλους, τους προοδευτικούς τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούν απέναντι σε μια πρόοδο που αλέθει τα πάντα.


Από τη μια μεριά η μεταφυσική του χρήματος – από την άλλη η σάρκα του ροδάκινου.

Από τη μια μεριά ένα στρατσόχαρτο, μια υπογραφή, μια φούσκα – από την άλλη το χώμα, το νερό, ο ιδρώτας.

Από τη μια μεριά το επιχειρείν – από την άλλη ένας ψαράς κι η βάρκα του.

Από τη μια μεριά το νεκρό χρυσάφι – από την άλλη το ψωμί και το αλάτι.

Από τη μια μεριά ο υποθηκευμένος ουρανός, ένα παγκόσμιο μαύρο τίποτα – από την άλλη σύμπας ο κάτω κήπος.

Από τη μια μεριά ο τσιφλικάς, ο τραπεζίτης, τα στελέχη – από την άλλη ο Σάκκο, ο Βαντσέτι, ο Αντύπας.

Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος.


Τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

φεύγουν οι φίλοι ένας-ένας, τους παίρνει το ασανσέρ

η χλόη γίνεται άχυρο κι η νιότη μνήμη χλόης

τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

μπουζούκι και μπετόν αρμέ – κάτω απ’ αυτή την μπότα μεγαλώσαμε

όμως θέλω να ξέρεις

δεν κλαίω δεν τραγουδάω δεν ελπίζω τίποτα

μόνο αποχαιρετάω τούτο το χρυσάφι που κυλάει χωρίς επιστροφή

απ’ τις δικές μας φλέβες στα ξένα χρηματοκιβώτια


Μια θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα

το δικό μας θαύμα.

Κι ας μην αγιάσαμε ποτέ.


ΑΘΗΝΑ 1936-2013

Σχεδόν ογδόντα χρόνια – είναι πολλά

αυτά που μας χωρίζουν.

Με γέννησε το Μεταξουργείο

με άρπαξε από της Κατοχής τα δόντια η Κεφαλλονιά

και με φανάτισε.

Σου γράφω τώρα

από το κάποτε πολύδροσο Χαλάντρι

εγώ

ο πρώτος σου πακιστανός

ο αόρατος άνθρωπος

συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό

νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ’ ουρανού

αιώνιοι ευνοούμενοι της ήττας

χαμένοι όλοι από χέρι στην επόμενη στροφή

ω πόλη

κατάσαρκα σε φόρεσα πριν σε προδώσω

σβήνοντας προς τα πίσω ένα-ένα

όλα μου τα βήματα στις στάχτες σου

ένοχος ενώπιον εμού του ιδίου

ότι επέζησα των ονείρων μου…


Διότι πατρίδα είναι η αρχή και το τέλος ενός δρόμου· αυτό που θέλεις να ξαναβρίσκεις πάντα επιστρέφοντας. Διότι πατρίδα είναι μια ιταλογραμμένη σελίδα του Διονυσίου Σολωμού ή μια άφαντη ταβέρνα στη Σκιάθο. Διότι πατρίδα είναι το Μισολόγγι της ψυχής σου. Η πατρίδα του Μπάιρον, η πατρίδα του Ντοστογιέφσκι, η πατρίδα του Τόμας Μαν – η πατρίδα των ανέστιων: Εκεί όπου μπορείς να γυρίζεις στον τάφο σου σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου*. Διότι πατρίδα είναι αυτό που πάντα ξαναβρίσκεις ή αποχαιρετάς.

*Παραλλαγμένος στίχος από ποίημα του Νίκου Φωκά.


Κείμενα και στίχοι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (γεν. το 1936) – ποιητή, μεταφραστή, εκδότη και δοκιμιογράφου.