Σημείο ζωής

Είναι 6 το πρωί. Σε ένα μπλε δωμάτιο μαιευτηρίου στα δυτικά προάστια γεννιέται ένα μικρό αγόρι. Την ίδια στιγμή στον εξώστη πατεράδες νεογέννητων αλληλοσυγχαίρονται, καπνίζουν και γελάνε με ηλίθια αστεία. Παρόμοιες σκέψεις κάνουν όλοι για το μέλλον των παιδιών τους: Αόρατοι άνθρωποι με άδεια χέρια σ’ ένα μεγάλο κόσμο.

3.000 μέρες μετά: Το αγόρι μαθαίνει ισορροπία πάνω σ’ ένα κλεμμένο ποδήλατο. Τίποτα λιγότερο απ’ αυτό για κάθε παιχνίδι της εξουσίας.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μια άσκηση γραφής εμπνευσμένη από το
κίνημα του Oulipo και βασισμένη στη δισκογραφία των Στέρεο Νόβα,
καθώς συμπεριλαμβάνει τους εξής τίτλους τραγουδιών τους:
Σημείο ζωής, 6 π.μ., Το μπλε δωμάτιο, Προάστια, Μικρό αγόρι, Εξώστης,
Ηλίθια αστεία, Ο αόρατος άνθρωπος, Άδεια χέρια, Ένας μεγάλος κόσμος,
3000 μέρες, Ισορροπία, Ένα κλεμμένο ποδήλατο, Λιγότερο απ' αυτό,
Το παιχνίδι της εξουσίας. 

Πρόγονοι

Ήταν μάστορας. Έτσι τους λέγανε στο χωριό αυτούς που ‘βαζαν τα κεραμίδια στις σκεπές. Ξυπνούσε αξημέρωτα κι άρχιζε ήρεμος την ιεροτελεστία. Στον καμπινέ για ξύρισμα κόντρα, εξόν απ’ το μουστάκι – μέχρι και η κυρά του ζήλευε τέτοια φροντίδα. Έπινε έναν ελληνικό μαζί με δυο τσιγάρα απ’ την άσπρη κασετίνα, ύστερα ένα 25αράκι και τράβαγε για δουλειά. Κατέβαινε απ’ τις σκαλωσιές για δεκατιανό κι η νοικοκυρά έβγαζε πάντα τσίπρο με καμιά ντομάτα, άντε και κάνα γαύρο παστό αν ήταν γιορτή. Όταν το διάλειμμα τελείωνε, τον έβλεπες να σκαρφαλώνει όπως ο κισσός. Σαν να τον δυνάμωνε το πιοτί.

Το απόγευμα στην αγορά για κουβέντα και κάνα καραφάκι, πριν στην κυρά γυρίσει να τσακωθεί που του ‘κρυβε τ’ αποθέματα. Τα χρόνια πέρασαν, τα δάχτυλα κίτρινα απ’ τα καρέλια, τα πλεμόνια του σκέτη πίσσα. Αυτός απαράλλαχτος να κλαίει σαν μικρό παιδί που δεν μπορεί να βρει τις κρυμμένες μποτίλιες, κι ας μεθάει πια με την πρώτη γουλιά. Άθελά του μου ‘μαθε το τσίπουρο και κάθε που μεθάω σαν να τον βλέπω στο ποτήρι να μου γνέφει ο παππούς.

Λαμπρή εξοχή

Στρωματσάδα στα σανίδια

–όλοι οι καλοί χωράμε κι ας μην στρώνουμε χαρακτήρα–

πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις και στριμωχτούμε στην κουζίνα,

όπου η μάνα φύλλο ανοίγει κι η θεια βάφει τ’ αυγά.

Θυμάμαι να ακούω τσιρίδες απ’ το κατώι και τρέχω

–τι να δω–

τη γιαγιά να σφάζει στο γόνατο τ’ αρνί

πριν ο μπάρμπας αναλάβει το γδάρσιμο.

Την Κυριακή θα την έχω ξεχάσει αυτή τη σκηνή.

Ο παππούς γυρνά απ’ την αγορά και κάθομαι αμίλητος μαζί του.

Μου χει μάθει ήδη το τσίπουρο,

θα τον ευχαριστώ πάντα γι’ αυτό.

Μετά τη σιέστα, τσουγκρίζουμε με τον ξάδερφο κρυφά

να φάμε από ένα κόκκινο.

Μας κάνουν τσακωτούς

και μας σέρνουν μες στο μέρος

να ξεπλύνουμε την αμαρτία οι άπιστοι.

Έτσι κι εγώ το βράδυ

σαν καλός χριστιανός

στο ιερό θα τρυπώσω

και θα μεταλάβω

μόνο με μαυροδάφνη.