Κι αν η ερωμένη μου ζητά καμιά φορά ένα ποίημα να της αφιερώσω πώς να κάνω κάτι τέτοιο όταν κάθε ποίημα ως γυναίκα άλλη το λογίζω;
Μες στο πλήθος ψάχνω στην αρχή
όχι για την ομορφότερη
μα για ένα χαρακτηριστικό της
μικρό ή κι ασήμαντο
που την προσοχή θα μου τραβήξει.
Μια ελιά πάνω απ’ τα χείλη
-στίχος ανομοιοκατάληκτος-
ένα ανεπαίσθητο ψεύδισμα
-σαν ρηχό χαϊκού-
ή μια ανεπιτήδευτα πεσμένη τιράντα
-χάρισμά σας ο τίτλος!
Πλησιάζω άμεσα, αποφασιστικά
κι ας γνωρίζω πως μπροστά της τα λόγια μου θα χάσω
-κάθε αρχή ποιήματος δύσκολη.
Ένα νεύμα, μια ανταπόκριση,
έστω ένα τυχαίο άγγιγμα
θα βάλει τα πράγματα σ’ ένα δρόμο.
Επαναλαμβανόμενες έξοδοι
για ποτό, για κουβέντα, για υπερανάλυση
-πόσα ακόμα γράψε-σβήσε;-
πριν τη στιγμή που στο κρεβάτι θα τη γδύσω
και τη στύση μου συντονίσω
με την κορύφωσή της
-ε, σουρεαλισμέ, σταμάτα να μας παίρνεις μάτι.