Σε καιρούς χαλεπούς

Ανείπωτες οι οδύνες του Γιαννούλη Χαλεπά

καθαρές πτυχές στο πρόσωπό του.

Κάθε μέρα επί σαράντα χρόνια

να τον πλάσουν όλοι προσπαθούσαν

πιστό ομοίωμα του δύσμορφου εαυτού τους.

Την τέχνη του απαγόρευαν

τα έργα του κατέστρεφαν

μα αυτός μια μέρα τη σμίλη άρπαξε

τον τάφο των γονιών του πλησιάζει

το μάρμαρο με πάθος χαϊδεύει

πριν με μαστοριά απαράμιλλη επάνω του λαξεύσει

εκείνο το δάκρυ που ποτέ δεν έχυσε

στις δύο λυτρωτικές κηδείες.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938) υπήρξε ο πιο διακεκριμένος γλύπτης
της νεότερης Ελλάδας, ζώντας μια πολυώδυνη ζωή. Πέρασε 14 χρόνια
στο ψυχιατρείο, «πάσχων από άνοια». Εκεί κατέστρεφαν όσα έργα
προσπάθησε να ολοκληρώσει, κάτι που έκανε αργότερα και η μητέρα του
στο σπίτι τους στην Τήνο, θεωρώντας πως η γλυπτική τον «τρέλανε».
Μόνο μετά το θάνατο και την κηδεία της, την οποία φημολογείται
ότι δεν ακολούθησε, ασχολήθηκε πάλι με την τέχνη του, και μάλιστα
με νέα πια τεχνοτροπία. Τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια της ζωής του,
έζησε στην Αθήνα με την ανιψιά του, φτιάχνοντας μια σειρά
από αριστουργήματα και απολαμβάνοντας πανελλήνια δόξα.

Λαμπρή εξοχή

Στρωματσάδα στα σανίδια

–όλοι οι καλοί χωράμε κι ας μην στρώνουμε χαρακτήρα–

πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις και στριμωχτούμε στην κουζίνα,

όπου η μάνα φύλλο ανοίγει κι η θεια βάφει τ’ αυγά.

Θυμάμαι να ακούω τσιρίδες απ’ το κατώι και τρέχω

–τι να δω–

τη γιαγιά να σφάζει στο γόνατο τ’ αρνί

πριν ο μπάρμπας αναλάβει το γδάρσιμο.

Την Κυριακή θα την έχω ξεχάσει αυτή τη σκηνή.

Ο παππούς γυρνά απ’ την αγορά και κάθομαι αμίλητος μαζί του.

Μου χει μάθει ήδη το τσίπουρο,

θα τον ευχαριστώ πάντα γι’ αυτό.

Μετά τη σιέστα, τσουγκρίζουμε με τον ξάδερφο κρυφά

να φάμε από ένα κόκκινο.

Μας κάνουν τσακωτούς

και μας σέρνουν μες στο μέρος

να ξεπλύνουμε την αμαρτία οι άπιστοι.

Έτσι κι εγώ το βράδυ

σαν καλός χριστιανός

στο ιερό θα τρυπώσω

και θα μεταλάβω

μόνο με μαυροδάφνη.

Αθέλητη θέληση

Λοιπόν μητέρα, λοιπόν πατέρα,
γεννήθηκα όπως θέλατε,
μα δεν μεγάλωσα να γίνω αυτό που θέλατε.
Οχυρό σεις, χώρος ανοιχτός εγώ.
Έζησα να κάνω αθέλητη τη θέλησή σας.
Τώρα που κι οι δυο σας πια δεν υπάρχετε,
πήγα το ρούχο του κλόουν στο καθαριστήριο.
Αρχικά σκέφτηκα να το πετάξω
στον κάδο απορριμμάτων,
μα αν η θέλησή σας είναι ανακυκλώσιμη;

Γιάννης Γκούμας (1940-), ποιητής-μεταφραστής

          Από τη συλλογή “Τα Πορτρέτα της Ωριμότητας