Κώστας Δεσποινιάδης

Άσπλαχνη μνήμη, άδικη

ό,τι ωραίο έζησα λιώνει

σαν να ‘ταν χιόνι

κι όλα τα άσχημα εδώ

βουνά αμετακίνητα.

Να πάνε στα τσακίδια

τα γερμανοθρεμμένα μαμμόθρεφτα

και οι νοικοκυραίοι ποιητές

της ζεστής καμαρούλας.

Μετρήστε τους δεκαπεντασύλλαβους

αν είναι σωστοί,

αν είναι στη θέση τους τα ούμλαουτ

στα ποιήματα του Χέλντερλιν,

αν στέκουν τα μέτρα και οι ίαμβοι

και αδειάστε μας τη γωνιά.

Κρύο και παγωνιά έχει έξω,

κρύο και παγωνιά.

Διαβάζω στο διαδίκτυο

επιχειρήματα και κόντρα επιχειρήματα

για τον θάνατο των βιβλίων.

Ότι η ψηφιακή τυπογραφία

θα αντικαταστήσει την παραδοσιακή

ότι τα pixels θα αντικαταστήσουν

τους τσίγκους και τα στιγμόμετρα

ότι η άυλη απεραντότητα

του ψηφιακού κόσμου

θα υπερτερήσει των δυσβάσταχτων

χάρτινων όγκων.

Μπορεί.

Αλλά το ωραιότερο κοπλιμέντο

που είπα κάποτε σε γυναίκα

είναι ότι μυρίζει καλύτερα κι από

φρεσκοτυπωμένο βιβλίο

κι αυτό, διάολε, δεν θα

μπορούσα να το πω

αν δεν υπήρχε τυπογραφία.

Γραμμένες έχω τις υψιπετείς θεωρίες

τα μεταδιδακτορικά στη σημειολογία

τα Dasein, τα Vernunft/Verstand

και τα λοιπά μπαρμπούτσαλα

από εκκολαπτόμενους παπαγάλους

ακαδημαϊκούς

που δεν ξέρουν μήτε γιατί δούλευε

χαμάλης ο Άρης Αλεξάνδρου

μήτε και πού μετέφρασε τους Δαιμονισμένους

σε θέλω νύχτα

να χτυπάει η φλέβα σου

να κλαις με Λεοντάρη

για τ’ άδικα του κόσμου

να μη σε πιάνει το μάτι τους

ει δυνατόν ούτε το στόμα τους

εν γη αλμυρά το δάκρυ σου

πάντα με τους λησμονημένους.

Λέει ο Κάφκα:

Το βιβλίο πρέπει να είναι

το τσεκούρι που σπάει

την παγωμένη θάλασσα

μέσα μας.

Διάβασα χιλιάδες

αλλά η παγωνιά εκεί,

επιμένει.

Επιλογή ποιημάτων από τη συλλογή “Ζέλμπα” (εκδ. Πανοπτικόν)
του εκδότη, επιμελητή, μεταφραστή και ποιητή Κ. Δεσποινιάδη.