Όπως πρέπει

Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια, χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.

 

Κι εγώ θ’ ανεβώ λαχανιάζοντας στη ράχη ν’ αγναντέψω για φίλους, ποιοι στέκουν ακόμα, πόσοι έχουν κουράγιο να στήσουμε ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο…
Όμως δεν θα ’χουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο (έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω, έτσι και σου ξέφευγε γινόσουν ύποπτος). Ου να χαθούνε. Εμ κι εμείς τ’ ανθρωπάκια που δεχθήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη «ράγια»;

 

Δε θέλω οπαδούς, χειροκροτήματα, ισοκρατήματα, ανθρώπους να ακουμπάνε επάνω μου, ιδέες, προπάντων ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες που σε κάνουν ν’ αγαπάς το φορτίο σου, σου ανοίγουν ένα παράθυρο και τραβάς προς τα κει, κι αυτό αντί να μεγαλώνει γίνεται ολοένα μικρότερο, όλο και πιο μακρινό, τελειώνει η ζωή σου και μένεις μ’ ένα νεκρικό χαμόγελο προς τ’ όραμά σου.

Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουνε τριγύρω τους. Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική.

«… Ξεχάσατε κιόλας τα πρόσωπα των διπλανών σας, γιατί επικοινωνείτε με συσκευές, μεσ’ από αριθμούς και καλώδια. Έρχεται η ώρα που θα χτυπάτε ακατάληπτα σήματα με τις γροθιές σας στους τοίχους και δε θα παίρνετε απάντηση. Όλοι θα παραμιλούν με το θάνατο, γιατί οι μέρες που έρχονται είναι φρικτότερες, κι αυτή η κλειδωνιά στο μυαλό προμηνύει το θάνατο».

 

Λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, παρέα με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά της βδομαδιάτικης δουλειάς και της Κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ’ ένα οικοπεδάκι σ’ εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ’ αυτοκίνητό μου τρέχει μ’ εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη η ταχύτητα, ούτε τα δέντρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, πού να διακρίνω χέρια και αλυσίδες.

 

Είμαι ένα κάδρο. Φοράω γραβάτα, έχω μαλλιά εκεί που μου λείπουν, κόκκινα χείλη και κέρινα μάτια.

Διάσπαρτες σκέψεις του Μάριου Χάκκα από τα πάντα επίκαιρα γραπτά του.

Βερμπαλισμός

Ξυπνούσε πάντα κατά την ανατολή. Όχι επειδή ο ύπνος της ήταν αρκετός, αλλά λαχταρούσε τόσο εκείνη την ώρα. Ήταν που διαρκούσε λίγο, το ήξερε. Αλλά αυτό το λίγο κάθε μέρα και δεν τη χόρταινε.

Έφτιαχνε τον πρωινό της καφέ και αγνάντευε. Δεν κρατούσε πολύ, είχε μόλις τελειώσει τη μισή της κούπα. Η άλλη μισή, ακόμα ζεστή, θα τη συντρόφευε μέχρι να ξεκινήσει τη μέρα της.

Ήταν τυποποιημένες οι κινήσεις της. Θα άναβε το φως της κουζίνας, ύστερα θα άνοιγε το ψυγείο και θα ετοίμαζε ένα τοστ και λίγα κορν φλέικς με γάλα. Οι ώρες που δούλευε ήταν αρκετές, πάνω από δώδεκα, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν μπορούσε να φάει. Έπειτα, θα έπλενε τα δόντια της. Η οδοντόβουρτσα βρισκόταν εκεί στην κουζίνα, δίπλα στη θήκη στραγγίσματος με τα μαχαιροπίρουνα.

Θα έσβηνε το φως. Μέσα από το χολ θα κατευθυνόταν στο υπνοδωμάτιο, μόλις δεκατρία βήματα μακριά και στο δεξί της χέρι ο διακόπτης. Θα έβγαζε τη ζεστή φλις ζακέτα της, που παρεμπιπτόντως ήταν του αδερφού της -πάνε δέκα χρόνια που ‘χει να τον δει- και τη φορούσε όταν έφυγε οριστικά από το σπίτι. Ήταν το ενθύμιό της από εκείνον. Θα άνοιγε τη ντουλάπα και θα επέλεγε τα ρούχα που θα την στόλιζαν. Πάντα ντυνόταν πιο ζεστά από ό,τι έπρεπε. Το σπίτι κρατούσε υγρασία. Η διαφορά με την εξωτερική θερμοκρασία ήταν αρκετή και αυτό το γνώριζε.

γ

Θα κατέληγε και πάλι στα ίδια και στις γόβες της τις κόκκινες, που δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο. Όταν τις φορούσε ήταν η δεύτερη πιο όμορφη στιγμή της ημέρας. Τότε ήταν που ένιωθε δυνατή, ισχυρή, και πως κανένας δεν θα μπορούσε να τη βλάψει. Έδειχνε τόσο όμορφος ο κόσμος πάνω στα ψηλά της τακούνια. Από μικρή, φοβισμένη, φανταζόταν να την κυνηγούν κι εκείνη, στη μανία της για να γλιτώσει, έτρεχε και επειδή φορούσε τις γόβες της, το όπλο της, έτρεχε ακόμη πιο γρήγορα και κανένας δεν μπορούσε να τη φτάσει.

Ο νιπτήρας στο μπάνιο έσφυζε από τα καλλυντικά. Αυτή η βρύση λειτουργούσε άραγε; Κοίταζε το πρόσωπό της αρχικά στον καθρέφτη και δεν της άρεσε. Ποτέ δεν της άρεσε έτσι. Λεπτό όμως με το λεπτό, και με τη βοήθεια όλων εκείνων των αντικειμένων που είχαν αχρηστέψει το νιπτήρα της, μεταμορφωνόταν και έμοιαζε με κατάλευκο κύκνο. Τα μαλλιά της τα άφηνε ελευθέρα να φτάνουν μέχρι τους ώμους.

Ήτανε κιόλας έτοιμη. Τώρα ένιωθε πραγματικά όμορφη. Θα έπαιρνε την τσάντα της από τον μοβ καλόγερο, που φάνταζε σαν κυκλάμινο μέσα στο χώρο, κάποια απαραίτητα χρήματα, τα τσιγάρα της κορτίνα μπλε, προφυλακτικά και την ταυτότητά της.

Η δουλειά ήτανε άλλοτε ανυπόφορη και άλλοτε καλή. Κάθε φορά όμως στο πέρας της ένιωθε εξουθενωμένη.

Τελείωνε πάντα κατά τη δύση. Όχι, ο ύπνος που της απέμενε δεν ήταν αρκετός, αλλά λαχταρούσε τόσο εκείνη την ώρα. Ήταν που διαρκούσε λίγο, το ήξερε. Αλλά αυτό το λίγο κάθε μέρα και δεν τη χόρταινε. Έκανε το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας και αγνάντευε. Δεν θα διαρκούσε πολύ μέχρι να ξημερώσει εντελώς.

Όπως θα ανέβαινε τη λεωφόρο να φτάσει σπίτι, ο ήλιος θα την τύφλωνε. Και είναι δυνατός ο πρωινός ήλιος. Έτσι δεν έβλεπε τους περαστικούς. Επίτηδες. Δεν της άρεσε έτσι όπως την κοίταζαν.

Εκείνη τη μέρα, στα μισά περίπου του δρόμου, την σταμάτησαν δύο άγνωστοι. Μόλις γύρισε να τους κοιτάξει στη λιγοστή σκιά που δημιουργούσαν οι ώμοι της πάνω στα πρόσωπά τους, κατάλαβε πως ήταν αστυνομικοί. Έναν απλό έλεγχο της ζήτησαν. Απλώς να δώσει την ταυτότητά της για μία εξακρίβωση στοιχείων. Ήταν κάτι που της είχε ξανασυμβεί.

Αστυνομικός: Χχρήστος Μαυρίδης, είστε ο ίδιος;

Γυναίκα: Μάλιστα.

http://www.youtube.com/watch?v=7Qqib2eDweE

 

                                         Φάνης Μπαλάνος

Όχι πια μπλε

Τράβηξε το πόδι του και το πήγε παραπέρα.
Κι ύστερα κι άλλο πιο πέρα.
“Ο ουρανός σήμερα είναι λευκός” είπε “αλλά χθες ήταν ακόμη λευκότερος”.
Το μπλε δεν του ταίριαζε.
Μπλε ήταν οι φλέβες στο πόδι του.

Μέσα απ’ το παράθυρο βγαίναν τα περιστέρια και πετούσαν, πετούσαν
κι ύστερα έρχονταν και κάθονταν πάνω στα γείσα
και γέμιζαν με κουτσουλιές τον τόπο.
Έβγαινε τότε η γειτόνισσα με το βαμμένο μαλλί και τα βγαλμένα φρύδια
και φώναζε “Ουστ, βρωμόπουλα!”.
Έπαιρνε μια σφουγγαρίστρα λερή, αφού δεν είχε σκούπα,
και την κράδαινε πέρα δώθε, αποτυχημένη σπαθοκρατούσα,
και τα πουλιά ξανάχεζαν κι έφευγαν μακριά.
Μα η δική του φλέβα ήταν πάντα μπλε, σαν το ποδήλατο του Γιαννάκη.

Το κουκούτσι του αβοκάντο μόνο μπλε δεν είναι,
αλλά είναι χοντρό και γλοιώδες
και του θύμιζε πως και η γη έχει σχήμα τέτοιο
και είναι γλιτσερή και αηδιαστική
με όλους αυτούς τους σιχαμένους ανθρώπους πάνω της.
Η βόμβα να είναι μπλε σαν τις γαμημένες τις φλέβες.

“Κλείσε την κουρτίνα. Ο ουρανός αρχίζει να γίνεται μπλε.
Είμαι ψάρι τρελό.
Κι αν κολυμπάω στο βυθό, μ΄αρέσει η στεριά.
Με λένε Μενέλαο από το μένω και λαός”.

 

Μοσχοβάκη Ελένη