Βερμπαλισμός

Ξυπνούσε πάντα κατά την ανατολή. Όχι επειδή ο ύπνος της ήταν αρκετός, αλλά λαχταρούσε τόσο εκείνη την ώρα. Ήταν που διαρκούσε λίγο, το ήξερε. Αλλά αυτό το λίγο κάθε μέρα και δεν τη χόρταινε.

Έφτιαχνε τον πρωινό της καφέ και αγνάντευε. Δεν κρατούσε πολύ, είχε μόλις τελειώσει τη μισή της κούπα. Η άλλη μισή, ακόμα ζεστή, θα τη συντρόφευε μέχρι να ξεκινήσει τη μέρα της.

Ήταν τυποποιημένες οι κινήσεις της. Θα άναβε το φως της κουζίνας, ύστερα θα άνοιγε το ψυγείο και θα ετοίμαζε ένα τοστ και λίγα κορν φλέικς με γάλα. Οι ώρες που δούλευε ήταν αρκετές, πάνω από δώδεκα, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν μπορούσε να φάει. Έπειτα, θα έπλενε τα δόντια της. Η οδοντόβουρτσα βρισκόταν εκεί στην κουζίνα, δίπλα στη θήκη στραγγίσματος με τα μαχαιροπίρουνα.

Θα έσβηνε το φως. Μέσα από το χολ θα κατευθυνόταν στο υπνοδωμάτιο, μόλις δεκατρία βήματα μακριά και στο δεξί της χέρι ο διακόπτης. Θα έβγαζε τη ζεστή φλις ζακέτα της, που παρεμπιπτόντως ήταν του αδερφού της -πάνε δέκα χρόνια που ‘χει να τον δει- και τη φορούσε όταν έφυγε οριστικά από το σπίτι. Ήταν το ενθύμιό της από εκείνον. Θα άνοιγε τη ντουλάπα και θα επέλεγε τα ρούχα που θα την στόλιζαν. Πάντα ντυνόταν πιο ζεστά από ό,τι έπρεπε. Το σπίτι κρατούσε υγρασία. Η διαφορά με την εξωτερική θερμοκρασία ήταν αρκετή και αυτό το γνώριζε.

γ

Θα κατέληγε και πάλι στα ίδια και στις γόβες της τις κόκκινες, που δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο. Όταν τις φορούσε ήταν η δεύτερη πιο όμορφη στιγμή της ημέρας. Τότε ήταν που ένιωθε δυνατή, ισχυρή, και πως κανένας δεν θα μπορούσε να τη βλάψει. Έδειχνε τόσο όμορφος ο κόσμος πάνω στα ψηλά της τακούνια. Από μικρή, φοβισμένη, φανταζόταν να την κυνηγούν κι εκείνη, στη μανία της για να γλιτώσει, έτρεχε και επειδή φορούσε τις γόβες της, το όπλο της, έτρεχε ακόμη πιο γρήγορα και κανένας δεν μπορούσε να τη φτάσει.

Ο νιπτήρας στο μπάνιο έσφυζε από τα καλλυντικά. Αυτή η βρύση λειτουργούσε άραγε; Κοίταζε το πρόσωπό της αρχικά στον καθρέφτη και δεν της άρεσε. Ποτέ δεν της άρεσε έτσι. Λεπτό όμως με το λεπτό, και με τη βοήθεια όλων εκείνων των αντικειμένων που είχαν αχρηστέψει το νιπτήρα της, μεταμορφωνόταν και έμοιαζε με κατάλευκο κύκνο. Τα μαλλιά της τα άφηνε ελευθέρα να φτάνουν μέχρι τους ώμους.

Ήτανε κιόλας έτοιμη. Τώρα ένιωθε πραγματικά όμορφη. Θα έπαιρνε την τσάντα της από τον μοβ καλόγερο, που φάνταζε σαν κυκλάμινο μέσα στο χώρο, κάποια απαραίτητα χρήματα, τα τσιγάρα της κορτίνα μπλε, προφυλακτικά και την ταυτότητά της.

Η δουλειά ήτανε άλλοτε ανυπόφορη και άλλοτε καλή. Κάθε φορά όμως στο πέρας της ένιωθε εξουθενωμένη.

Τελείωνε πάντα κατά τη δύση. Όχι, ο ύπνος που της απέμενε δεν ήταν αρκετός, αλλά λαχταρούσε τόσο εκείνη την ώρα. Ήταν που διαρκούσε λίγο, το ήξερε. Αλλά αυτό το λίγο κάθε μέρα και δεν τη χόρταινε. Έκανε το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας και αγνάντευε. Δεν θα διαρκούσε πολύ μέχρι να ξημερώσει εντελώς.

Όπως θα ανέβαινε τη λεωφόρο να φτάσει σπίτι, ο ήλιος θα την τύφλωνε. Και είναι δυνατός ο πρωινός ήλιος. Έτσι δεν έβλεπε τους περαστικούς. Επίτηδες. Δεν της άρεσε έτσι όπως την κοίταζαν.

Εκείνη τη μέρα, στα μισά περίπου του δρόμου, την σταμάτησαν δύο άγνωστοι. Μόλις γύρισε να τους κοιτάξει στη λιγοστή σκιά που δημιουργούσαν οι ώμοι της πάνω στα πρόσωπά τους, κατάλαβε πως ήταν αστυνομικοί. Έναν απλό έλεγχο της ζήτησαν. Απλώς να δώσει την ταυτότητά της για μία εξακρίβωση στοιχείων. Ήταν κάτι που της είχε ξανασυμβεί.

Αστυνομικός: Χχρήστος Μαυρίδης, είστε ο ίδιος;

Γυναίκα: Μάλιστα.

http://www.youtube.com/watch?v=7Qqib2eDweE

 

                                         Φάνης Μπαλάνος

FacebooktwitterlinkedinFacebooktwitterlinkedin