Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Όσο το κράτος είναι υποχρεωμένο να σκοτώνει, σημαίνει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι.


Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν από τη θέση της παράδοσης, θα μπορούσαν ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα πράγματα από τους άλλους, τους προοδευτικούς τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούν απέναντι σε μια πρόοδο που αλέθει τα πάντα.


Από τη μια μεριά η μεταφυσική του χρήματος – από την άλλη η σάρκα του ροδάκινου.

Από τη μια μεριά ένα στρατσόχαρτο, μια υπογραφή, μια φούσκα – από την άλλη το χώμα, το νερό, ο ιδρώτας.

Από τη μια μεριά το επιχειρείν – από την άλλη ένας ψαράς κι η βάρκα του.

Από τη μια μεριά το νεκρό χρυσάφι – από την άλλη το ψωμί και το αλάτι.

Από τη μια μεριά ο υποθηκευμένος ουρανός, ένα παγκόσμιο μαύρο τίποτα – από την άλλη σύμπας ο κάτω κήπος.

Από τη μια μεριά ο τσιφλικάς, ο τραπεζίτης, τα στελέχη – από την άλλη ο Σάκκο, ο Βαντσέτι, ο Αντύπας.

Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος.


Τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

φεύγουν οι φίλοι ένας-ένας, τους παίρνει το ασανσέρ

η χλόη γίνεται άχυρο κι η νιότη μνήμη χλόης

τα δάση που ονειρεύεσαι καίγονται τα χαράματα

μπουζούκι και μπετόν αρμέ – κάτω απ’ αυτή την μπότα μεγαλώσαμε

όμως θέλω να ξέρεις

δεν κλαίω δεν τραγουδάω δεν ελπίζω τίποτα

μόνο αποχαιρετάω τούτο το χρυσάφι που κυλάει χωρίς επιστροφή

απ’ τις δικές μας φλέβες στα ξένα χρηματοκιβώτια


Μια θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα

το δικό μας θαύμα.

Κι ας μην αγιάσαμε ποτέ.


ΑΘΗΝΑ 1936-2013

Σχεδόν ογδόντα χρόνια – είναι πολλά

αυτά που μας χωρίζουν.

Με γέννησε το Μεταξουργείο

με άρπαξε από της Κατοχής τα δόντια η Κεφαλλονιά

και με φανάτισε.

Σου γράφω τώρα

από το κάποτε πολύδροσο Χαλάντρι

εγώ

ο πρώτος σου πακιστανός

ο αόρατος άνθρωπος

συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό

νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ’ ουρανού

αιώνιοι ευνοούμενοι της ήττας

χαμένοι όλοι από χέρι στην επόμενη στροφή

ω πόλη

κατάσαρκα σε φόρεσα πριν σε προδώσω

σβήνοντας προς τα πίσω ένα-ένα

όλα μου τα βήματα στις στάχτες σου

ένοχος ενώπιον εμού του ιδίου

ότι επέζησα των ονείρων μου…


Διότι πατρίδα είναι η αρχή και το τέλος ενός δρόμου· αυτό που θέλεις να ξαναβρίσκεις πάντα επιστρέφοντας. Διότι πατρίδα είναι μια ιταλογραμμένη σελίδα του Διονυσίου Σολωμού ή μια άφαντη ταβέρνα στη Σκιάθο. Διότι πατρίδα είναι το Μισολόγγι της ψυχής σου. Η πατρίδα του Μπάιρον, η πατρίδα του Ντοστογιέφσκι, η πατρίδα του Τόμας Μαν – η πατρίδα των ανέστιων: Εκεί όπου μπορείς να γυρίζεις στον τάφο σου σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου*. Διότι πατρίδα είναι αυτό που πάντα ξαναβρίσκεις ή αποχαιρετάς.

*Παραλλαγμένος στίχος από ποίημα του Νίκου Φωκά.


Κείμενα και στίχοι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (γεν. το 1936) – ποιητή, μεταφραστή, εκδότη και δοκιμιογράφου.

 

 

FacebooktwitterlinkedinFacebooktwitterlinkedin