δύο ποιήματα – Γιώργος Καλοζώης

ΑΜΝΗΣΙΑ

Καθόμασταν στον κήπο κάτω απ’ την τέντα που ήταν πράσινη

όπως τα αντίσκηνα των στρατιωτών

συζητούσαμε για τους ανέμους και τα νερά

για τις κάρισσες και τα ευώνυμα που αργούσαν να μεγαλώσουν

για το πείσμα την ξεροκεφαλιά των δένδρων και τα κρινάκια του Νείλου

μου ζήτησε να της φτιάξω πάνω στο ασημένιο κυπαρίσσι

ένα κουτί με τρύπα

φωλιά για τα πουλιά

και της έφτιαξα

μου είπε για τους γιαπωνέζικους κήπους και πόσο σε ηρεμούν

είχε πάει στο Κιότο και ήξερε

η συμμετρία είπε είναι ο ορισμός της ομορφιάς και συμφώνησα

της είπα μάλιστα ότι θα το γράψω κάπου για να μην το ξεχάσω

σε λίγες ώρες το ξέχασα γιατί ο ουρανός από πάνω μας συννέφιασε

είναι εκπληκτικό το πόσο αυτόνομος είναι ο ουρανός σε σχέση με τη γη

είπα να το σημειώσω κάπου να μην το ξεχάσω

σε λίγες ώρες το ξέχασα

Μιλούσαμε για την τέχνη του κλαδέματος

δηλαδή για το κούρεμα και το χτένισμα των δέντρων

κι ότι ο κήπος μας ήθελε οπωσδήποτε κομμωτή

όμως ο ουρανός από πάνω μας μαύρισε

κρότοι παράξενοι άγνωστοι μας πλησίασαν

Της είπα ότι είχα απώλεια ακοής από το ένα αυτί

και τότε μου φώναξε πως πρέπει να πάω στον πόλεμο

κι ότι ο πόλεμος κάνει τους ανθρώπους λίπασμα για τη γη

είπα να το σημειώσω κι αυτό αλλά ξέχασα

μου είπε πως τα παιδιά είναι το βιολογικό για τους γονείς φυτοφάρμακο

Πήγα στον πόλεμο τον πατέρα των πάντων

αυτό το σημείωσα

αλλά είναι από τους πατέρες ο πιο κακός

κάποιες γυναίκες φώναζαν ούρλιαζαν ότι πρέπει αμέσως να φύγουμε

αμέσως άλλη γη να πατήσουμε

κι ότι οι πιο νέοι οι πιο γεροί άντρες

αυτοί που θα ‘φτιαχναν ωραίες φαμελιές είναι πεσμένοι

για πάντα πάνω στη γη κι ότι τρώνε το χώμα

Ήμασταν δυνατοί αλλά δεν ξέραμε πώς να χρησιμοποιούσαμε τη δύναμή μας

Ήμασταν ευτυχείς χωρίς να γνωρίζουμε τον ορισμό της ευτυχίας

Ήμασταν μεγάλοι αλλά φορούσαμε σαλιάρες

Ήμασταν μεγάλοι αλλά τρώγαμε φρουτόκρεμες

Ήμασταν μεγάλοι αλλά μπουσουλούσαμε στο πάτωμα

Ήμασταν μεγάλοι αλλά το λεξιλόγιό μας φτωχό

Τι ήταν τέλος πάντων η ζωή μας

ένας ανάποδος κόσμος

ένας κήπος όπου οι άνθρωποι ήταν τα ζώα

και τα θηρία οι φύλακες

Είπα πως αυτό πρέπει να το σημειώσω για να μην το ξεχάσω

κι αντί γι’ αυτό σημείωσα πως

όλοι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι

για να ξεχνούν

και να ξεχνιούνται

 

Η ΑΜΟΙΒΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Ήταν ο ουρανός και η γη μου

αυτή με έμαθε να καλλιεργώ το κριθάρι

να μαντρώνω τα ζώα και την οργή μου

εξαιτίας της έμαθα να δουλεύω την πέτρα κι αργότερα τον πηλό

έφτιαξα γαλακτοδοχεία πίθους αγγεία με πλαστικά σχήματα για τελετουργίες

για να την προστατέψω από τα άγρια ζώα

τους άγριους ανθρώπους τα άγρια πνεύματα έφτιαξα τείχη

σκεφτόμουν πάντα το μέλλον

εκείνη μου είπε να συγκεντρωθώ στο παρόν στο μεγάλωμα των παιδιών

κι ότι για τα υπόλοιπα υπάρχουν οι δεήσεις και οι προσευχές οι καθημερινές

επείγουσες ασχολίες μεταθέτουν τέτοιου είδους ερωτήματα και φοβίες

ήταν ο ουρανός μου αλλά μου είπε ότι η γη είναι σημαντικότερη

ο ουρανός δεν παράγει τίποτα κι ότι ακόμη και τα πουλιά

κατεβαίνουν στη γη για να φαν και να πιουν

τότε της είπα για τους αστερισμούς που βοηθούν

τους άντρες κυνηγούς να επιστρέψουν στα σπίτια τους

μου είπε πως ο άνθρωπος έχει λαιμό για να μπορεί να σκύβει

μαλώσαμε γιατί της είπα ότι ο άνθρωπος έχει λαιμό

για να σηκώνει ψηλά το κεφάλι για να ανυψώνεται

μου είπε πως γι’ αυτή τη δουλειά υπάρχουν οι ιερείς

της είπα πως έτσι κατασκευάζεται η εξουσία

ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και σε όσους δεν ξέρουν

μου είπε να επωφεληθώ από το γυμνό της κορμί

τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τα γόνατα

πλούσια μαλλιά και οδοντοστοιχίες άσπρες μου θύμιζαν

όταν πρωτοείδα τ’ αστραφτερά κόκαλα του βουβαλιού

με έμαθε να οργώνω να λατρεύω την καρποφόρα γη

σιγά σιγά εγκατέλειψα τα πολυήμερα ταξίδια

είχα ό,τι έπρεπε να έχω μέσα στις αποθήκες μου

έμαθα να ψήνω το κρέας

έμαθα να μην πηγαίνω με όποια γυναίκα θέλω

έγινα πολιτισμένος κι εντούτοις

όταν δε με έβλεπε κοίταγα τον ουρανό

γιατί καταγόμαστε από τα άστρα κι από τη λάμψη της αστραπής

κι από κάτι ανείπωτο που όσο κι αν προσπαθήσεις

είναι αμίλητο και άγραφο

και δε φτάνουν για να το ορίσεις ούτε τα νιάτα

ούτε τα γεράματα

ούτε μια ολόκληρη γεμάτη ζωή

δύο ποιήματα του Κύπριου Γιώργου Καλοζώη
από τη συλλογή Τα νύχια του κόκορα (εκδ. Φαρφουλάς)

 

FacebooktwitterlinkedinFacebooktwitterlinkedin