Πρόγονοι

Ήταν μάστορας. Έτσι τους λέγανε στο χωριό αυτούς που ‘βαζαν τα κεραμίδια στις σκεπές. Ξυπνούσε αξημέρωτα κι άρχιζε ήρεμος την ιεροτελεστία. Στον καμπινέ για ξύρισμα κόντρα, εξόν απ’ το μουστάκι – μέχρι και η κυρά του ζήλευε τέτοια φροντίδα. Έπινε έναν ελληνικό μαζί με δυο τσιγάρα απ’ την άσπρη κασετίνα, ύστερα ένα 25αράκι και τράβαγε για δουλειά. Κατέβαινε απ’ τις σκαλωσιές για δεκατιανό κι η νοικοκυρά έβγαζε πάντα τσίπρο με καμιά ντομάτα, άντε και κάνα γαύρο παστό αν ήταν γιορτή. Όταν το διάλειμμα τελείωνε, τον έβλεπες να σκαρφαλώνει όπως ο κισσός. Σαν να τον δυνάμωνε το πιοτί.

Το απόγευμα στην αγορά για κουβέντα και κάνα καραφάκι, πριν στην κυρά γυρίσει να τσακωθεί που του ‘κρυβε τ’ αποθέματα. Τα χρόνια πέρασαν, τα δάχτυλα κίτρινα απ’ τα καρέλια, τα πλεμόνια του σκέτη πίσσα. Αυτός απαράλλαχτος να κλαίει σαν μικρό παιδί που δεν μπορεί να βρει τις κρυμμένες μποτίλιες, κι ας μεθάει πια με την πρώτη γουλιά. Άθελά του μου ‘μαθε το τσίπουρο και κάθε που μεθάω σαν να τον βλέπω στο ποτήρι να μου γνέφει ο παππούς.

FacebooktwitterlinkedinFacebooktwitterlinkedin