Γιώργος Χειμωνάς

Η παιδική ζωή του γιατρού Ινεότη και δύο λάμπες πετρελαίου. Ήταν πόλεμος και τις πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Καθόταν στο σκοτάδι και περίμενε να ξανάρθουν. Τα σπίτια ήταν μακρυά το ένα από το άλλο στο Ντεπό. Το σπίτι ήταν βουλιαγμένο. Έπρεπε ν’ ανέβεις κι έρποντας ανέβαινες στην χλόη της γης κι έβλεπες τον απογευματινό ήλιο. Ένα βράδυ ήρθε κρυφά ένας κι έκλαιγε. Έγειρε πάνω από το μαγκάλι κι εκεί έμεινε όλη τη νύχτα με το παλτό του κι έκλαιγε πάνω από το μαγκάλι. Η παιδική ηλικία ήταν αυτό το βουλιαγμένο σπίτι και κάθε φορά ο ήλιος κυλούσε πάνω στη γλυστερή χλόη κι έφευγε. Κυρίως ήταν η αδελφή του. Ήταν μεγαλύτερη δώδεκα χρονών κι άλλος κανείς. Η χλόη ήταν ένα πλατύ ζώο κι αποκρουστικό πράσινο σαλάχι κυμάτιζε αργά. Σα να είχε ανοίξει ένα μυαλό και χύθηκε εκεί όλη η σκέψη κι ακόμα ζούσε. Μια μέρα σα να τεντώθηκαν οι τοίχοι και μπήκε η αδελφή ήρθε απ’ έξω και τα μάτια της φεγγοβολούσαν. Είπε πως έμαθε ένα πράγμα που θα του άρεσε πολύ. Αν την πλήρωνε θα του το έλεγε. Της έδωσε. Τότε η αδελφή τραγούδησε ένα ωραίο κι άγνωστο τραγούδι. Αυτό είχε μάθει έξω. Πρώτη φορά που άκουγε μουσική και ταράχτηκε ήθελε να ξανακούσει. Η αδελφή ζήτησε κι άλλη πληρωμή και κάθε φορά ζητούσε. Της έδινε ό,τι είχε και δεν είχε κι άκουγε. Μερικές νύχτες ξυπνούσε από τα ορμητικά και τα λυπητερά αγκαλιάσματα της αδελφής. Ήταν ένα άδειο δωμάτιο βαμένο σιέλ λαδομπογιά και μαύρα χρυσάνθεμα και μονάχα μια ψάθινη καρέκλα. Εκεί καθόταν η αδελφή κι αυτός στο πάτωμα αλλά μακρυά της γιατί την φοβόταν όταν τραγουδούσε. Όταν του τέλειωσαν ό,τι είχε και δεν είχε παρακαλούσε κι έκλαιγε να του πει το τραγούδι δωρεάν. Όμως η αδελφή αρνιόταν και ποτέ δεν του έκανε αυτή την χάρη. Τότε αυτός άρχισε να βγαίνει έξω και σκαρφάλωνε στην χλόη κι έψαχνε να βρει πράγματα γυαλιστερά και χρωματιστά να πληρώσει. Όταν έφερνε τιποτένια πράγματα η αδελφή του τραγουδούσε λίγα λόγια κι επίτηδες σταματούσε απότομα κι έλεγε σκληρά δεν έχει άλλο τραγούδι μέχρι εδώ πλήρωσες. Μια φορά του ζήτησε πληρωμή να γδυθεί κι εκείνη κατακόκκινη έπαιζε με το πράμα του και ξεκαρδισμένη στα γέλια κι ύστερα του είπε να την χαϊδέψει εκεί. Κι όλα τα έκαμνε αυτός κι όλα τα έδινε κι άκουγε το τραγούδι. Μετά η αδελφή βαρέθηκε και δεν τραγουδούσε πια ό,τι κι αν της έδινε κι ό,τι κι αν της έταζε. Τότε αυτός με κλάμα. Επειδή είχε δει που πατούσαν μια ψόφια όρνιθα και γελώντας πατούσαν την κοιλιά της κι έβγαινε ένα κακάρισμα όπως όταν ήταν ζωντανή. Πήρε ένα σίδερο το καρφώνει στον λαιμό της η αδελφή γέρνει από την καρέκλα κι έπεσε κάτω. Με μισάνοιχτο στόμα πεθαμένη. Ανέβηκε πάνω της έκλαιγε πατούσε την κοιλιά της το στήθος της κι από την τρύπα του λαιμού έβγαινε αίμα κι ένα γλουγλούκισμα αλλά όχι το τραγούδι.

Απόσπασμα από τον γιατρό Ινεότη του Γιώργου Χειμωνά, ενός εκ των πιο σημαντικών πεζογράφων της χώρας.

Αγάπη σαν ακολασία, εκδ. Κριτική

ο Γιώργος Χειμωνάς διαβάζει

FacebooktwitterlinkedinFacebooktwitterlinkedin