ορφέας απέργης

VII.

Ο δίκαια μορφωμένος εαυτός σου

εκλεπτυσμένο θηρίο –

πιο ύστερα, ζωάκι εκπαχύνσεως.

XXVII.

Η νοσταλγία είναι

το τελευταίο καταφύγιο

αυτών που πιστεύουν στο μέλλον.

XXXII.

Αγάπησε, έστω και για πάντα.

XXXIV.

Αιώνιο μόνο το ατελές.

XLII.

(Φωτάει καλύτερα

όποιος φωτίστηκε μονάχος)

LII.

Επιλέγει κανείς

τα πιο αθώα χρώματα.

Το κόκκινο της παιδικής πληγής,

το μπλε της αιθρίας,

το πράσινο της νεότητας.

Είναι η πρωτοφανής αθωότητα

που καταδικάζει

τα χρώματα

σε χρήση.

LVIII.

Βγάλε πατρίδα

βγάλε θρησκεία

βγάλε οικογένεια,

δε μένουνε και πολλά

να μας χωρίζουν.

LXI.

Μην πεις ελευθερία,

δες ένα πουλάκι.

Μην πεις ισότητα,

δες δυο γατιά με

τη μάνα τους.

Μην πεις ιστορία,

πες πως τα δυο γατιά

μεγαλώσανε

και μαλώνουνε ποιο θα φάει

το πουλάκι.

Στίχοι από το βιβλίο του Ορφέα Απέργη η γλώσσα τους (εκδ. νεφέλη).

Σημείο ζωής

Είναι 6 το πρωί. Σε ένα μπλε δωμάτιο μαιευτηρίου στα δυτικά προάστια γεννιέται ένα μικρό αγόρι. Την ίδια στιγμή στον εξώστη πατεράδες νεογέννητων αλληλοσυγχαίρονται, καπνίζουν και γελάνε με ηλίθια αστεία. Παρόμοιες σκέψεις κάνουν όλοι για το μέλλον των παιδιών τους: Αόρατοι άνθρωποι με άδεια χέρια σ’ ένα μεγάλο κόσμο.

3.000 μέρες μετά: Το αγόρι μαθαίνει ισορροπία πάνω σ’ ένα κλεμμένο ποδήλατο. Τίποτα λιγότερο απ’ αυτό για κάθε παιχνίδι της εξουσίας.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μια άσκηση γραφής εμπνευσμένη από το
κίνημα του Oulipo και βασισμένη στη δισκογραφία των Στέρεο Νόβα,
καθώς συμπεριλαμβάνει τους εξής τίτλους τραγουδιών τους:
Σημείο ζωής, 6 π.μ., Το μπλε δωμάτιο, Προάστια, Μικρό αγόρι, Εξώστης,
Ηλίθια αστεία, Ο αόρατος άνθρωπος, Άδεια χέρια, Ένας μεγάλος κόσμος,
3000 μέρες, Ισορροπία, Ένα κλεμμένο ποδήλατο, Λιγότερο απ' αυτό,
Το παιχνίδι της εξουσίας. 

Σε καιρούς χαλεπούς

Ανείπωτες οι οδύνες του Γιαννούλη Χαλεπά

καθαρές πτυχές στο πρόσωπό του.

Κάθε μέρα επί σαράντα χρόνια

να τον πλάσουν όλοι προσπαθούσαν

πιστό ομοίωμα του δύσμορφου εαυτού τους.

Την τέχνη του απαγόρευαν

τα έργα του κατέστρεφαν

μα αυτός μια μέρα τη σμίλη άρπαξε

τον τάφο των γονιών του πλησιάζει

το μάρμαρο με πάθος χαϊδεύει

πριν με μαστοριά απαράμιλλη επάνω του λαξεύσει

εκείνο το δάκρυ που ποτέ δεν έχυσε

στις δύο λυτρωτικές κηδείες.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938) υπήρξε ο πιο διακεκριμένος γλύπτης
της νεότερης Ελλάδας, ζώντας μια πολυώδυνη ζωή. Πέρασε 14 χρόνια
στο ψυχιατρείο, «πάσχων από άνοια». Εκεί κατέστρεφαν όσα έργα
προσπάθησε να ολοκληρώσει, κάτι που έκανε αργότερα και η μητέρα του
στο σπίτι τους στην Τήνο, θεωρώντας πως η γλυπτική τον «τρέλανε».
Μόνο μετά το θάνατο και την κηδεία της, την οποία φημολογείται
ότι δεν ακολούθησε, ασχολήθηκε πάλι με την τέχνη του, και μάλιστα
με νέα πια τεχνοτροπία. Τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια της ζωής του,
έζησε στην Αθήνα με την ανιψιά του, φτιάχνοντας μια σειρά
από αριστουργήματα και απολαμβάνοντας πανελλήνια δόξα.