Άλντεν Νόουλαν

Το ποίημα του Τζόνι

Κοίτα! Έγραψα ένα ποίημα!

λέει ο Τζόνι και μου το δίνει

το ποίημα μιλάει για τον θάνατο του παππού του

πέρυσι το καλοκαίρι, λέει και για μένα στο νοσοκομείο

και μου ‘ρχονται δάκρυα,

γιατί -ακούστε- μπορεί οι στίχοι να ‘ναι άτεχνοι,

αλλά τι σημασία έχει;

Σημασία έχει πως ο μικρός κατάλαβε

αυτό που εγώ κι όχι ο άλλος, εγώ ο πατέρας του, του είπα:

Γράψε ποιήματα για ό,τι

από μέσα σου βαθιά ξεχύνεται

και σε πονά.

Οδός Μπρίτεν

Δρόμος-εμπόλεμη ζώνη.

Ως και τα νήπια χτυπιούνται με ρόπαλα

μέχρι να ματώσουν,

ουρλιάζουν «Γαμιέσαι!»

σαν πολεμική ιαχή

ενώ σε πόρτες και παράθυρα

μανάδες τσιρίζουν

λες και τ’ όνομα των παιδιών τους είναι βρισιά:

«Μπράιαν! Μαρλίν! Θα σας πάρει ο διάολος! Ο διάολος!»

άλλοτε κατεβαίνουν φουριόζες με βέργες

να σπάσουν τα βλαστάρια τους στο ξύλο:

«Τώρα θα δεις, Μπράιαν! Τώρα θα δεις, θα σε πάρει ο διάολος!»

Σ’ αυτό τον δρόμο

ως και τα σκυλιά

πιο εύκολα μαλώνουν

παρά τρώνε.

Εννιά μήνες εδώ πέρα

ούτε μία φορά, ποτέ μου

δεν άκουσα γλυκιά κουβέντα.

Και να ο λόγος

(σ’ αυτό έχω καταλήξει):

τα γλυκά λόγια τα ψιθυρίζεις,

τα άσχημα μονάχα τα φωνάζεις.

Θησαυροί επί της γης

Βάλε φόρμες, βγες έξω, ξεκίνα το τζόκινγκ.

Μακριά από βούτυρο κι αυγά. Πρόσεχε το ποτό.

Το πολύ ζεστό και το πολύ κρύο να τ’ αποφεύγεις.

Τσιγάρο; Ούτε γι’ αστείο.

Να ψάχνεις το σώμα σου για εξογκώματα.

Να ξεκουράζεσαι. Τους φόβους σου να τους ελέγχεις.

Και, λογικά, αν δεν συμβεί κανένα ατύχημα,

θα ζήσεις έτη και έτη εν ειρήνη – έτη πολλά.

Αυτά της είπαν οι γιατροί.

Και η κυρία έπραξε αναλόγως.

Ως ανταμοιβή των κόπων της,

δρέπει τις χαρές του γήρατος.

Πλέον, εγκατεστημένη στον οίκο ευγηρίας «Το ηλιοβασίλεμα»,

εντρυφεί σε ποικίλες απολαύσεις,

όπως σταυρόλεξα, επιχρωματισμό σχεδίων σε μπλοκ ζωγραφικής

και ανά δεκαπενθήμερο βραδιές μπίνγκο.

Ξαδέρφια

Τα ξαδέρφια μου, συγγενείς

που σ’ άλλον τόπο και χρόνο

θα ‘ταν ληστές στα όρη

χωρίς αιτία – έτσι, για την πλάκα τους

τόσο άγριοι, που βγαίνουν να κόψουν ξύλα

ή να θερίσουν τα λιγοστά τους στρέμματα

λες και κάνουν επιδρομή,

δουλεύουν δώδεκα ώρες, ύστερα φεύγουν μ’ οτοστόπ

για χορό στο Λάρτσμοντ ή στο Μπένιγκτον,

γίνονται τύφλα στο μεθύσι,

τριγυρίζουν σαν κοκόρια για φουστάνι και καβγά·

κι όταν κάποιος γκαστρώσει μια κοπέλα,

πράγμα αναπόφευκτο,

την παντρεύεται·

είναι ζήτημα τιμής

να φέρονται στις γυναίκες τους σαν πόρνες,

μιλούν για το πώς τις κρεβατώνουν

όπως μιλούν για τον απόπατο·

τρέμουν την αδυναμία, τα ξαδέρφια μου

δεν φοβούνται τις κλοτσιές και τους λοστούς

στο Μπένιγκτον πίσω απ’ το νυχτερινό κέντρο,

φοβούνται μέχρι γελοιότητας -οι αξιοθρήνητοι- τα φιλιά.

Ανημποριά

Γέρικη φοράδα, μάτια σαν ραγισμένοι βόλοι,

φτύνει αίμα στο κριθάρι της,

τρέμει κουκουλωμένη στην ψάθινη κουβέρτα της.

Για τον πατέρα μου ως και το χαλάζι είναι προτιμότερο απ’ την ανημποριά·

αύριο το πρωί, ατάραχος,

θα της φυτέψει μια σφαίρα στον κρόταφο -μια κι έξω-

μετά θα τη θάψει στο απάνω λιβάδι.

Απόψε, φεύγοντας απ’ τον στάβλο,

αφήνει το φανάρι σ’ έναν αναποδογυρισμένο κουβά,

στρέφεται, τη βλαστημάει που βγήκε σκάρτη,

κι απαλά με το πανωφόρι του

σκεπάζει την άρρωστη ράχη της.

Επιλογή ποιημάτων του Καναδού Άλντεν Νόουλαν από τη συλλογή
Χαίρομαι που είμαι εδώ (εκδ. Loggia) σε μετάφραση του Γιάννη Παλαβού.

Francesco Tomada

Rewind

«Πόζαρε και
πάρε ύφος ικανοποιημένου»

όμως εγώ σκέφτομαι πως κάθε φωτογραφία
είναι μια στιγμή κλεμμένη για πάντα

πως αν ξανατυλίγαμε τις ζωές μας
γυρνώντας τες αργά προς τα πίσω
λεπτό προς λεπτό
τότε θα βρίσκαμε κάποιες που λείπουν, μαυρισμένες

και ήτανε πράγματι εκείνες
που χαμογελούσαμε

Rewind II

Είναι έτσι όπως τα λέγανε:
στα γεράματα ξαναγίνεσαι παιδί

είμ’ εγώ που δεν εννοώ να καταλάβω
και συλλογιέμαι τον πατέρα μου σαν να ’ναι
ακόμα εκείνος ο άντρας που φοβόμουν
ενώ αυτός ξανάγινε τριών χρονών
όπου να ’ναι γίνεται βρέφος
και μετά έμβρυο και μετά
τίποτα

Question time

Μα προς τα πού γυρίζουν τα ηλιοτρόπια
τις ημέρες της καταχνιάς

και τα σύννεφα γιατί δεν συντρίβονται καθώς πέφτουν στη γη
μολονότι είναι φτιαγμένα από πάγο

κι αν ο άνεμος είναι απλώς αέρας που κινείται από τόπο σε τόπο
πώς γίνεται οι άνθρωποι να μην ασφυκτιούν εκεί απ’ όπου φεύγει ο αέρας

και γιατί εδώ και κάμποσο καιρό κοιμάσαι πάντα
γυρνώντας μου την πλάτη

και πώς γίνεται
απ’ όλες τις ερωτήσεις που ριζώνουν στο μυαλό
να λησμονούμε μόνο εκείνες
των οποίων φοβόμαστε τις απαντήσεις;

Λάθος μέρα

Ογδόντα εκατόν-είκοσι διακόσια τετραγωνικά μέτρα
δεν υπάρχει σπίτι που να μπορεί να χωρέσει για πολύ
δυο ανθρώπους που αγαπιούνται
αν δεν αφήνουν πότε πότε τα παράθυρα ανοιχτά

κι η αγάπη είναι σαν ένα κομμάτι ψωμί
ξεχασμένο αποβραδίς πάνω στο τραπέζι
το πρωί δείχνει ολόιδιο όπως και χτες
αλλά από μέσα έχει σκληρύνει

όπως πάντα όταν κάτι τις με σιγοτρώει
ήθελα να μιλήσω για σπίτια και ψωμί και τελικά
μιλώ για εμάς

Ποιήματα του Φραντσέσκο Τομάντα από τη δίγλωσση συλλογή
«Δεν επιβάλλεται το χρώμα σ' ένα ρόδο»
(εκδ. Carteggi Letterari, 2019)
σε μετάφραση της Ευαγγελίας Πολύμου.

Τώρα βροχή

Μυστήρια αρκούδα
η μνήμη
μπορεί να βγει
από το λήθαργο
ακούγοντας
ζαριές
απ’ απροσδιόριστο
φωταγωγού
παράθυρο
ή από άρωμα
αντρικό
σ’ ένα προσπέρασμα
με τη μοτοσυκλέτα

Ποίημα της Πουπερμίνα, από το μπλογκ Μηχανικό Μολύβι